- Ἰλιάδας
- Ἰ̱λιάδᾱς , Ἰλιάδαιdescendants of Ilosmasc acc plἸ̱λιάδας , ἸλιάςTroyfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
ζήτα — το (AM ζῆτα) 1. το έκτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. φρ. α) «το ζήτα τής Ιλιάδας» η έκτη ραψωδία τής Ιλιάδας β) «το ζήτα τής Οδύσσειας» η έκτη ραψωδία τής Οδύσσειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικ. zayin ή, μάλλον, από τον αραμαϊκό τ. zayit τού… … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
Αιθιοπεύς — Αἰθιοπεύς ( ῆος), ο (Α) ο Αιθίοπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος Αἰθιοπεὺς πλάστηκε απο τον Καλλίμαχο με βάση τον ομηρικό ανώμαλο πληθ. Αἰθιοπῆες, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για λόγους μετρικούς στο τέλος στιχου τής Ιλιάδας (Α 423)] … Dictionary of Greek
Η η — ήτα (Α ἦτα) 1. το όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου 2. ως αριθμητ. η΄ =8 ή 8ος, ῃ=8.000 ή 8.000ός νεοελλ. μσν. 1. με το Η δηλώνεται η έβδομη ραψωδία τής Ιλιάδας και με το η η έβδομη ραψωδία τής Οδύσσειας νεοελλ. 1. φυσ. Η σύμβολο μονάδας… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
αήσυλος — ἀήσυλος, ον (Α) ο ασεβής, αισχρός, άπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται περί άπαξ ειρημένου τύπου τής Ιλιάδας (Ε 876: ἀήσυλα ἔργα). Πιθανώς να προήλθε από μεταπλασμό τού τ. αἴσυλος, για μετρικούς κυρίως λόγους, με επίδραση τών ἄημι, ἀήσυρος. Κατά τον… … Dictionary of Greek
αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… … Dictionary of Greek
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek